- λεπιοειδής
- -ές [λέπι]αυτός που μοιάζει με λέπι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρνοτίτης — Ορυκτό, ένυδρο ουρανικό και βαναδικό άλας του καλίου, της ομάδας των ουρανιομαρμαρυγιών· η σύστασή του είναι K2(UO2)2(VO4)23Η2Ο. Η δομή του είναι σύνθετη και λεπιοειδής και σπάνια κρυσταλλώνεται. Συνήθως έχει τη μορφή κόκκων και σκόνης, με χρώμα… … Dictionary of Greek